- ἄσχολος
- ἄσχολος1 without leisure
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν P. 8.29
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν P. 8.29
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
άσχολος — ἄσχολος, ον (Α) 1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό 2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος 3. ο μη καταγινόμενος με κάτι 4. «ἄσχολος χρόνος» ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος… … Dictionary of Greek
ἄσχολος — without leisure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλως — ἄσχολος without leisure adverbial ἄσχολος without leisure masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχολον — ἄσχολος without leisure masc/fem acc sg ἄσχολος without leisure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλοις — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλου — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλους — ἄσχολος without leisure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλων — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλῳ — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχολοι — ἄσχολος without leisure masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάσχολος — ον, ΜΑ ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄσχολος (πρβλ. πολυ άσχολος)] … Dictionary of Greek